- πολιτσμάνος
- ο, Νβλ. πόλισμαν.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πόλισμαν — και πολισμάνος και πολιτσμάνος, ο, Ν αστυφύλακας, αστυνομικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. policeman] … Dictionary of Greek
αστυφύλακας — ο κατώτερο όργανο στην αστυνομία πόλεων, πόλισμαν, πολιτσμάνος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)